τριδυμαλγία

τριδυμαλγία
η, Ν
ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + -αλγία (< -αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ-αλγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”